Η επένδυση είναι το σημαντικότερο βήμα που μπορείς να κάνεις για να χτίσεις σταθερά τον πλούτο σου μακροπρόθεσμα. Το πρόβλημα όμως είναι πως, όσο και να το προσπαθείς, μάλλον δεν τα καταφέρνεις τόσο καλά. Ειδικά αν θέλεις να το πετύχεις μέσω των επενδύσεων σε μεμονωμένες μετοχές.
Αν διάλεγες τυχαία μια μετοχή που είναι εισηγμένη σε μια ανεπτυγμένη χρηματιστηριακή αγορά και την κρατούσες για 10 χρόνια, τι απόδοση θα περίμενες να έχεις; Ίσως να σκεφτόσουν ότι θα ήταν λογικό να περιμένεις μια ετήσια απόδοση γύρω στο 8-10%. Έστω ότι υποθέτουμε μια απόδοση 9% κάθε χρόνο. Με ανατοκισμό, αυτή η απόδοση φτάνει περίπου στο 137% μετά από 10 χρόνια. Άρα, θα μπορούσες να πεις ότι είναι λογικό να περιμένεις πως (συμπεριλαμβανομένων των μερισμάτων), η τυπική μετοχή θα διπλασίαζε την αξία της μέσα σε 10 χρόνια.
Αυτή η υπόθεση όμως θα ήταν αρκετά μακριά από την πραγματικότητα. Αν διάλεγες τυχαία μια μετοχή από τις 500 κορυφαίες εταιρείες στις ΗΠΑ, το πιο πιθανό αποτέλεσμα μετά από 10 χρόνια είναι ότι θα είχες χάσει χρήματα. Σωστά διάβασες: η συνολική σου απόδοση μάλλον θα ήταν αρνητική. Μα, πώς γίνεται αυτό όταν ο δείκτης της αμερικανικής αγοράς, ο S&P 500, έχει δώσει μέση ετήσια απόδοση πάνω από 10% από το 1957;
Αυτό το παράξενο αποτέλεσμα εξηγείται αν κοιτάξουμε τον τρόπο που κατανέμονται οι αποδόσεις στις μετοχές που απαρτίζουν τον δείκτη. Η έρευνα δείχνει ότι το 55% των μετοχών στον κύριο δείκτη της αμερικανικής αγοράς έχουν αρνητικές αποδόσεις σε βάθος δεκαετίας. Αυτό δεν σημαίνει ότι η επένδυση στην αγορά μετοχών είναι κακή ιδέα: όπως είπαμε, ο S&P 500 προσφέρει μακροπρόθεσμα μια ετήσια απόδοση άνω του 10%.
Η εξήγηση βρίσκεται στο γεγονός ότι ένας μικρός αριθμός μετοχών είναι υπεύθυνος για τις θετικές αποδόσεις που αντισταθμίζουν τις απώλειες της πλειοψηφίας. Με άλλα λόγια, τα κέρδη που απολαμβάνουν οι επενδυτές οφείλονται σε μια μειοψηφία από "νικητές". Αυτό το μοτίβο γίνεται πιο έντονο όσο μεγαλώνει ο χρονικός ορίζοντας της επένδυσης. Όσο περισσότερο κρατάς τις μετοχές, τόσο αυξάνεται το ποσοστό εκείνων που αποδίδουν αρνητικά. Αντίστοιχα, οι μετοχές που αποδίδουν θετικά δίνουν όλο και καλύτερες αποδόσεις με την πάροδο του χρόνου.
Γιατί οι άνθρωποι επενδύουν σε μεμονωμένες μετοχές
Είναι εύκολο να καταλάβεις γιατί πολλοί άνθρωποι γοητεύονται από την ιδέα να επενδύσουν σε μεμονωμένες μετοχές, ελπίζοντας ότι θα “κερδίσουν την αγορά.” Η επιλογή μετοχών εκμεταλλεύεται διάφορες γνωστικές προκαταλήψεις που έχουμε, όπως η υπερβολική αυτοπεποίθηση (overconfidence bias). Αυτή η προκατάληψη οδηγεί τους ανθρώπους να υπερεκτιμούν τις πιθανότητες ενός θετικού αποτελέσματος και να υποτιμούν τις πιθανότητες ενός αρνητικού.
Δεν χρειάζεται να ψάξεις πολύ για να βρεις ιστορίες ανθρώπων που πλούτισαν επιλέγοντας μετοχές. Όσοι προωθούν την επιλογή μετοχών συνήθως λένε μια εντυπωσιακή ιστορία—κάτι σαν “Αν ακολουθήσεις τις συμβουλές μου, μπορείς κι εσύ να γίνεις πλούσιος επιλέγοντας μετοχές.” Όμως, αν κοιτάξεις τα δεδομένα και την ακαδημαϊκή έρευνα, είναι ξεκάθαρο πως η ιστορία που λένε οι “ειδικοί” στην επιλογή μετοχών δεν είναι τίποτα περισσότερο από μια ωραία αφήγηση.
Η πραγματικότητα της επιλογής μετοχών
Η επένδυση στο χρηματιστήριο έχει από τη φύση της μεγαλύτερο ρίσκο από την επένδυση σε ασφαλή περιουσιακά στοιχεία, όπως τα κρατικά ομόλογα. Οι επενδυτές αναλαμβάνουν αυτό το ρίσκο επειδή προσδοκούν υψηλότερη απόδοση. Η διαφορά ανάμεσα στην αναμενόμενη απόδοση του χρηματιστηρίου και των περιουσιακών στοιχείων χωρίς ρίσκο ονομάζεται risk-free rate.
Ο κίνδυνος να πέσει όλη η αγορά ονομάζεται συστημικός κίνδυνος. Αυτός ο κίνδυνος δεν μπορεί να εξαλειφθεί μέσω διαφοροποίησης, αλλά οι επενδυτές αποζημιώνονται για αυτόν. Από την άλλη, ο κίνδυνος να καταρρεύσει μια συγκεκριμένη εταιρεία ή ένας κλάδος λέγεται ιδιοσυγκρασιακός κίνδυνος. Επενδύοντας σε μεμονωμένες μετοχές, προσθέτεις αυτόν τον επιπλέον κίνδυνο, χωρίς να αυξάνεται η αναμενόμενη απόδοσή σου.
Με απλά λόγια: η επιλογή μετοχών σου προσθέτει παραπάνω ρίσκο, χωρίς αντίστοιχη αύξηση στην απόδοση. Δεν υπάρχει λογική βάση για να επενδύσεις με αυτόν τον τρόπο.
Η θεωρία της αποτελεσματικής αγοράς
Όπως έχω γράψει και παλιότερα, αν θεωρήσουμε πως το χρηματιστήριο είναι αποτελεσματικό, τότε η πιο λογική επιλογή είναι να επενδύσεις σε ολόκληρη την αγορά μέσω χαμηλού κόστους αμοιβαίων κεφαλαίων ή ETFs.
Σε μια μελέτη του 1965, ο καθηγητής του Πανεπιστημίου του Σικάγο, Eugene Fama, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι τιμές των μετοχών κινούνται τυχαία και πως αντικατοπτρίζουν όλες τις γνωστές πληροφορίες. Με απλά λόγια, η έρευνά του δείχνει πως το χρηματιστήριο είναι αρκετά αποτελεσματικό. Το 2013, ο Fama κέρδισε το βραβείο Νόμπελ Οικονομικών για αυτή την έρευνα.
Σύμφωνα με τον Fama, είναι αδύνατο για τους stock pickers να κερδίζουν με συνέπεια την αγορά. Όσοι τα καταφέρνουν πιθανότατα το κάνουν λόγω τύχης και όχι επειδή είναι πιο έξυπνοι ή διορατικοί.
Είναι λοιπόν μια καλή ευκαιρία να θυμηθούμε μια απλή αλήθεια σχετικά με τη λήψη αποφάσεων: μια κακή απόφαση (όπως η επιλογή μετοχών) μπορεί να οδηγήσει σε καλό αποτέλεσμα. Αυτό, όμως, δεν σημαίνει πως ήταν μια σωστή απόφαση.
Γιατί οι άνθρωποι είναι κακοί στις επενδύσεις;
Η επένδυση είναι μια εξαιρετικά ορθολογική διαδικασία με στόχο να μετατρέψεις την αρχική σου επένδυση σε όσο το δυνατόν περισσότερα χρήματα. Το «μυστικό» εδώ είναι απλό: αν επενδύσεις σε επιχειρήσεις που έχουν υψηλή αξία και παράγουν σταθερά έσοδα, ή ακόμα καλύτερα, και τα δύο, τότε κάνεις μια καλή επένδυση.
Φυσικά, οι περισσότερες επενδύσεις δεν προσφέρουν αποδόσεις με απόλυτη προβλεψιμότητα. Για παράδειγμα, οι μετοχές μιας εταιρείας μπορεί κάποια χρόνια να αποφέρουν υψηλά μερίσματα στους επενδυτές και άλλα χρόνια να μην πληρώνουν τίποτα. Παρομοίως, μπορεί να υπάρχουν χρονιές που η τιμή των μετοχών να είναι σε ιστορικά υψηλά και άλλες φορές να σημειώνουν πτώση ακόμα και 50%.
Αυτό είναι που οι επενδυτές αποκαλούν «ρίσκο». Δεν χρειάζεται να σου εξηγήσω τι είναι το ρίσκο, το γνωρίζεις, σωστά; Ίσως να ξέρεις τι είναι, αλλά σου εγγυώμαι ότι το αντιμετωπίζεις αρκετά άσχημα.
Ο εγκέφαλός μας έχει εξελιχθεί εκατομμύρια χρόνια με στόχο να αποφεύγουμε το ρίσκο, ακόμα κι αν αυτό σημαίνει ότι χάνουμε μια ευκαιρία. Για τους προγόνους μας, το να κερδίσεις ένα νόστιμο σνακ δεν άξιζε αν υπήρχε η πιθανότητα να σε φάει ένα λιοντάρι. Έτσι, μόνο οι πιο διστακτικοί πρόγονοι κατάφεραν να επιβιώσουν.
Το επενδυτικό πείραμα του Peter Lynch
Το παράδοξο με την επένδυση είναι ότι για να γίνεις καλός επενδυτής, χρειάζεσαι σχεδόν την αντίθετη νοοτροπία από αυτήν που μας έδωσε η φύση. Ας δούμε λοιπόν πώς τα πάτε. Ας υποθέσουμε ότι υπάρχουν τρεις επενδυτές: ο κ. Τυχερός, ο κ. Άτυχος και ο κ. Συνεπής.
Κάθε ένας από αυτούς τους επενδυτές βάζει 1.000 ευρώ ετησίως στο χαρτοφυλάκιό του, αλλά το κάνει με λίγο διαφορετικό τρόπο:
Ο κ. Τυχερός προσπαθεί να μαντέψει τέλεια την αγορά. Επιλέγει την ιδανική ημέρα για να επενδύσει, δηλαδή τη χαμηλότερη τιμή της αγοράς κάθε χρόνο. Αυτό σημαίνει ότι από εκείνη τη μέρα και μετά, η επένδυσή του ανεβαίνει.
Ο κ. Άτυχος προσπαθεί επίσης να μαντέψει την αγορά, αλλά τα κάνει εντελώς μαντάρα. Επενδύει κάθε χρόνο στην κορυφή της αγοράς, δηλαδή στη μέρα που οι τιμές είναι υψηλότερες. Έτσι, τις υπόλοιπες μέρες του χρόνου, η αξία της επένδυσής του πέφτει.
Ο κ. Συνεπής δεν ασχολείται με το πότε θα επενδύσει. Παίρνει απλώς τα 1.000 ευρώ του και τα βάζει στην αγορά την πρώτη ημέρα διαπραγμάτευσης του έτους. Και ξεχνάει τη χρηματαγορά για τους επόμενους 12 μήνες.
Κανένας από τους τρεις επενδυτές δεν πουλάει τις μετοχές του και όλοι επανεπενδύουν τα μερίσματα στο χαρτοφυλάκιό τους. Μετά από 30 χρόνια επενδύσεων, ποιος νομίζετε ότι θα έχει το μεγαλύτερο χαρτοφυλάκιο;
Ας ρίξουμε μια ματιά στα αποτελέσματα:
Ο κ. Άτυχος, αν και επέλεγε πάντα τις χειρότερες στιγμές για να επενδύσει, καταλήγει με μια ετήσια απόδοση 8,7%. Αυτό σημαίνει ότι τα 30.000 ευρώ που επένδυσε συνολικά θα αξίζουν 137.725 ευρώ μετά από τρεις δεκαετίες. Όχι και τόσο άσχημα για την τύχη του!
Λογικά, ο κ. Τυχερός είναι ο επόμενος. Κάθε χρόνο επιλέγει την καλύτερη ημέρα για να επενδύσει, και αυτό του αποφέρει ετήσια απόδοση 9,6%. Μετά από 30 χρόνια, το χαρτοφυλάκιό του αξίζει 165.552 ευρώ, δηλαδή σχεδόν 30.000 ευρώ περισσότερα από τον κ. Άτυχο. Αρκετά εντυπωσιακό, αν σκεφτείτε ότι ξεκίνησε και αυτός με τα ίδια 30.000 ευρώ.
Τι γίνεται όμως με τον κ. Συνεπή; Μπορεί να μην είχε την ικανότητα πρόβλεψης της αγοράς του κ. Τυχερού, αλλά είχε κάτι άλλο με το μέρος του: τον χρόνο στην αγορά. Ενώ ο κ. Τυχερός περίμενε την κατάλληλη μέρα για να επενδύσει, έχανε μερίσματα που θα μπορούσαν να ενισχύσουν τις συνολικές αποδόσεις του. Επενδύοντας τα χρήματά του το συντομότερο δυνατό, ο κ. Συνεπής εξασφάλισε ότι θα λάμβανε κάθε διαθέσιμο μέρισμα, αντισταθμίζοντας έτσι τις πτωτικές περιόδους της αγοράς. Ο κ. Συνεπής σημείωσε ετήσια απόδοση 10,2%, και μετά από 30 χρόνια το χαρτοφυλάκιό του αξίζει 187.580 ευρώ.
Αυτό το πείραμα σκέψης (που έχει αδυναμίες) το παρουσίασε πρώτος ο Peter Lynch, ένας από τους πιο επιτυχημένους επενδυτές όλων των εποχών, για να αποδείξει ότι ο χρόνος στην αγορά κερδίζει το timing. Eκτός κι αν είσαι κάποια αδιανόητη ιδιοφυΐα που μπορεί να εντοπίσει με ακρίβεια τα χαμηλότερα σημεία της αγοράς. Που μάλλον δεν είσαι.
Μεταβλητότητα στην Αγορά: Ρίσκο ή Στρατηγική;
Η λέξη "μεταβλητότητα" προκαλεί ενθουσιασμό σε όσους βλέπουν τις επενδύσεις σαν παιχνίδι. Στην εποχή των κρυπτονομισμάτων και των "hot" μετοχών, τα κάθετα διαγράμματα τιμών έχουν γίνει κανονικότητα – αλλά ας το ξεκαθαρίσουμε: οι υγιείς επενδύσεις δεν φτάνουν στα ύψη μέσα σε μία νύχτα, και η ακραία μεταβλητότητα είναι ένδειξη υψηλού ρίσκου. Όπως μπορεί μια τιμή να εκτοξευθεί προς τα πάνω, μπορεί εξίσου γρήγορα να πέσει κατακόρυφα.
Οι καθιερωμένες εταιρείες, ακόμα και αν έχουν περιορισμένα περιθώρια ανάπτυξης, παραμένουν εξαιρετικές επιλογές. Η σταθερή τιμή μιας μετοχής μπορεί να σημαίνει υγεία και βιωσιμότητα – επιστρέφοντας αξία στους μετόχους, αντί για άσκοπη αναζήτηση ανάπτυξης.
Αξίζει να σημειώσουμε ότι πάνω από το 40% της μακροχρόνιας ανάπτυξης της αμερικανικής χρηματιστηριακής αγοράς προήλθε από μερίσματα. Αυτό δείχνει ότι ακόμα και αν κάποιος μπει στην αγορά σε λάθος στιγμή, η μακροπρόθεσμη παραμονή μπορεί να οδηγήσει σε θετικά αποτελέσματα.
Και σχετικά με το πείραμα του Peter Lynch; Αν και μπορεί να επέλεξε προσεκτικά τα δεδομένα για να υποστηρίξει τη θεωρία του, οι έρευνες δείχνουν ότι, μακροπρόθεσμα, οι επενδυτές που παραμένουν συνεπείς έχουν παρόμοια αποτελέσματα – πέρα από τις προσωρινές διακυμάνσεις και τα βραχυπρόθεσμα κέρδη ή απώλειες.
Η Ψυχολογία των Επενδύσεων: Γιατί Ο Εγκέφαλός μας Μας Σαμποτάρει
Οι άνθρωποι έχουμε μια τάση να υπερεκτιμάμε τον άμεσο κίνδυνο και να υποτιμάμε τον μακροπρόθεσμο. Γι' αυτό ανησυχούμε περισσότερο για την πτήση με αεροπλάνο παρά για τις μακροχρόνιες επιπτώσεις του καπνίσματος. Στις επενδύσεις, αυτός ο φόβος εκδηλώνεται με την αποφυγή κινήσεων που μπορεί να αποδώσουν μακροπρόθεσμα, απλά και μόνο επειδή φοβόμαστε το κόκκινο στον λογαριασμό μας.
Ο «εγκέφαλος της μαϊμούς» μας οδηγεί να ακολουθούμε την αγέλη. Στην άγρια φύση, αν οι φίλοι σου βρουν τροφή, τους ακολουθείς, γιατί υπάρχει ασφάλεια στους αριθμούς. Στις επενδύσεις όμως, η νοοτροπία της αγέλης σημαίνει ότι πολλοί τείνουν να αγοράζουν όταν οι τιμές είναι στα ύψη και να πουλάνε όταν όλοι έχουν ήδη αποχωρήσει.
Ένα παράδειγμα είναι το ταμείο καινοτομίας της Kathy Wood, Ark Invest. Το 2021 είχε τεράστιες αποδόσεις, με αποτέλεσμα οι περισσότεροι επενδυτές να εισέλθουν όταν το ταμείο έκανε πρωτοσέλιδα. Παρόλο που το ταμείο σήμερα τα πάει καλά σε σχέση με την ευρύτερη αγορά, οι επενδυτές που μπήκαν στα υψηλά του, έχουν υποστεί σημαντικές απώλειες.
Το ίδιο μοτίβο βλέπουμε και με άλλα assets, όπως το bitcoin. Όσοι αγόρασαν στα πρώτα στάδια του bitcoin έχουν δει κέρδη, αλλά η πλειοψηφία των επενδυτών μπήκε όταν η τιμή ήταν στα ύψη, οδηγώντας τους σε απώλειες.
Η νοοτροπία της αγέλης μπορεί να μας προστατεύει στη φύση, αλλά στην αγορά σημαίνει ότι συχνά μπαίνουμε σε επενδύσεις όταν είναι ήδη υπερτιμημένες και πουλάμε αφού η ζημιά έχει ήδη γίνει.
Η σκληρή αλήθεια για το stock picking
Αν κατέχεις μεμονωμένες μετοχές, προτείνω να ρίξεις μια ματιά στην έκθεση του 2018 από τον Hendrik Bessembinder του Πανεπιστημίου της Αριζόνα με τίτλο “Do Stocks Outperform Treasury Bills?”. Παρακάτω είναι μια περίληψη του εγγράφου.
Ο Bessembinder μελέτησε την απόδοση των μετοχών στις ΗΠΑ από το 1926 σε όλη τη διάρκεια ζωής τους. Τα ευρήματα ήταν αποκαλυπτικά:
Το 60% των μετοχών είχε αποδόσεις χαμηλότερες από τα αμερικανικά κρατικά γραμμάτια διάρκειας 30 ημερών (T-Bills).
Αυτό σημαίνει ότι, αν είχες επενδύσει σε T-Bills (χωρίς ρίσκο), θα είχες καλύτερες αποδόσεις από την πλειονότητα των μετοχών στις ΗΠΑ από το 1926.
Το 4% των αμερικανικών μετοχών είναι υπεύθυνο για το 100% των κερδών της αγοράς από το 1926.
Ο Bessembinder κατέληξε πως «Τα αποτελέσματα εξηγούν γιατί οι στρατηγικές που δεν είναι σωστά διαφοροποιημένες αποτυγχάνουν τις περισσότερες φορές σε σχέση με τους μέσους όρους της αγοράς.»
Αυτή η έρευνα δείχνει καθαρά ότι η επιλογή μετοχών είναι ένα παιχνίδι χαμένο από την αρχή. Με την επιλογή μεμονωμένων μετοχών, είναι πιο πιθανό να υποαποδώσεις σε σχέση με ένα περιουσιακό στοιχείο χωρίς ρίσκο παρά να ξεπεράσεις την αγορά.
Οι stock pickers θα σου πουν πως το μόνο που χρειάζεσαι είναι να βρεις εκείνο το 4% των μετοχών που ωθούν την αγορά και θα γίνεις πλούσιος. Το πρόβλημα; Δεν υπάρχει κανένας τρόπος να ξέρεις από πριν ποιες μετοχές θα είναι αυτές. Το μαθαίνουμε μόνο εκ των υστέρων.
Όπως είπε ο θρυλικός επενδυτής Jack Bogle: «Μην ψάχνεις τη βελόνα στα άχυρα. Απλά αγόρασε το άχυρο.» Με απλά λόγια: Μην επενδύεις σε μεμονωμένες μετοχές. Επένδυσε σε ολόκληρη την αγορά.
Συμπέρασμα: Πώς να Κάνουμε Καλές Επενδύσεις
Το μυστικό είναι απλό: Σταμάτα να προσπαθείς να νικήσεις την αγορά. Αυτό δεν σημαίνει να σταματήσεις να επενδύεις – σημαίνει να σταματήσεις να ψάχνεις τη «μαγική φόρμουλα» που δεν υπάρχει. Η συνεπής, ευρεία, και μακροπρόθεσμη επένδυση είναι το καλύτερο στοίχημα για τους περισσότερους.
Μια έκθεση του 2020 διαπίστωσε ότι το 90% των ενεργά διαχειριζόμενων αμοιβαίων κεφαλαίων δεν ξεπέρασαν την απόδοση της αγοράς σε 15 χρόνια. Αν τα πτυχία και τα κεφάλαια της Ivy League αποτυγχάνουν σε αυτό, γιατί ένα μάθημα day trading να κάνει τη διαφορά;
Η στρατηγική είναι απλή: αν επενδύεις σταθερά, αν επενδύεις ευρέως, και αν διατηρήσεις τις θέσεις σου μακροπρόθεσμα, θα είσαι ένα βήμα μπροστά από όσους κυνηγούν τη «hot» επένδυση του μήνα, που συχνά υπόσχεται πλούτο και τελικά δεν αφήνει τίποτα πίσω.
Ποιο Είναι το Χειρότερο που Μπορεί να Συμβεί;
Για όσους επιλέγουν μεμονωμένες μετοχές, το χειρότερο σενάριο είναι η πλήρης απώλεια της αξίας της επένδυσής τους. Αν και σπάνιο, έχει συμβεί σε κολοσσούς όπως η Lehman Brothers και η Enron.
Είναι δύσκολο να χάσεις «όλα» τα χρήματά σου επενδύοντας σε μετοχές, αλλά το να χάσεις «τα περισσότερα» δεν είναι τόσο απίθανο. Μια μελέτη του 2014 από την J.P. Morgan εξέτασε 13.000 μετοχές στις ΗΠΑ από το 1980, δείχνοντας ότι το 40% από αυτές έπεσε πάνω από 70% από την υψηλότερη τιμή τους και δεν ανέκαμψαν ποτέ.
Οι περισσότεροι είναι χάλια στις επενδύσεις—και δεν είσαι εξαίρεση. Ακόμη και οι επαγγελματίες του χώρου κάνουν λάθη και συχνά αποτυγχάνουν να πετύχουν σταθερά υψηλές αποδόσεις. Η μόνη ρεαλιστική λύση; Να σταματήσεις να προσπαθείς να τους συναγωνιστείς. Η αλήθεια είναι ότι, όταν επιλέγεις μετοχές, οι πιθανότητες είναι εναντίον σου. Για αυτό, ίσως είναι καλύτερα να αποφεύγεις αυτό το παιχνίδι.