Η ποσοτική χαλάρωση (QE) είναι μια μορφή νομισματικής πολιτικής, κατά την οποία μια κεντρική τράπεζα, όπως η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ), αγοράζει χρηματοοικονομικούς τίτλους από την ανοιχτή αγορά. Ο στόχος είναι να μειωθούν τα επιτόκια και να αυξηθεί η προσφορά χρήματος.
Η ποσοτική χαλάρωση δημιουργεί νέα αποθεματικά για τις τράπεζες, προσφέροντας μεγαλύτερη ρευστότητα και ενθαρρύνοντας τον δανεισμό και τις επενδύσεις. Στην Ευρωπαϊκή Ένωση, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα εφαρμόζει πολιτικές QE ως εργαλείο για τη στήριξη της οικονομικής ανάπτυξης και την αντιμετώπιση των πιέσεων στον πληθωρισμό.
Η χρήση της ποσοτικής χαλάρωσης έχει καταστεί ιδιαίτερα σημαντική τα τελευταία χρόνια, καθώς πολλές ευρωπαϊκές οικονομίες προσπάθησαν να ανακάμψουν από κρίσεις, όπως η χρηματοπιστωτική κρίση του 2008 και η πανδημία του COVID-19, που επηρέασαν σοβαρά τη ζήτηση και την επενδυτική δραστηριότητα.
Κατανόηση της Ποσοτικής Χαλάρωσης
Η ποσοτική χαλάρωση (QE) εφαρμόζεται συχνά όταν τα επιτόκια βρίσκονται κοντά στο μηδέν και η οικονομική ανάπτυξη έχει σταματήσει. Οι κεντρικές τράπεζες διαθέτουν περιορισμένα εργαλεία, όπως η μείωση των επιτοκίων, για να επηρεάσουν την οικονομική δραστηριότητα. Όταν όμως δεν υπάρχει δυνατότητα περαιτέρω μείωσης των επιτοκίων, οι κεντρικές τράπεζες πρέπει να αυξήσουν στρατηγικά την προσφορά χρήματος.
Για να εφαρμοστεί η ποσοτική χαλάρωση, οι κεντρικές τράπεζες αγοράζουν κρατικά ομόλογα και άλλους τίτλους, διοχετεύοντας αποθεματικά στις τράπεζες και στην οικονομία. Η αύξηση της προσφοράς χρήματος παρέχει ρευστότητα στο τραπεζικό σύστημα και μειώνει ακόμη περισσότερο τα επιτόκια, επιτρέποντας στις τράπεζες να δανείζουν με ευκολότερους όρους.
Η δημοσιονομική πολιτική μιας κυβέρνησης μπορεί να εφαρμοστεί ταυτόχρονα με την ποσοτική χαλάρωση για να διευρύνει περαιτέρω την προσφορά χρήματος. Στην Ευρωπαϊκή Ένωση, για παράδειγμα, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα έχει την αρμοδιότητα να επηρεάζει την προσφορά χρήματος, ενώ οι εθνικές κυβερνήσεις μπορούν να εφαρμόσουν δημοσιονομικές πολιτικές, όπως τη δημιουργία νέων χρημάτων ή την προσαρμογή της φορολογικής πολιτικής, για να ενισχύσουν άμεσα ή έμμεσα την οικονομία.
Η ποσοτική χαλάρωση συχνά συνδυάζει τόσο νομισματικές όσο και δημοσιονομικές πολιτικές, αποτελώντας έναν βασικό μηχανισμό στήριξης για την αντιμετώπιση κρίσεων ή τη σταθεροποίηση της οικονομίας.
Λειτουργεί η Ποσοτική Χαλάρωση;
Οι περισσότεροι οικονομολόγοι πιστεύουν ότι το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της Ομοσπονδιακής Τράπεζας των ΗΠΑ (Federal Reserve) συνέβαλε στη διάσωση της αμερικανικής και παγκόσμιας οικονομίας μετά την οικονομική κρίση του 2007–2008. Ωστόσο, τα αποτελέσματα της QE είναι δύσκολο να ποσοτικοποιηθούν.
Σε παγκόσμιο επίπεδο, οι κεντρικές τράπεζες έχουν προσπαθήσει να χρησιμοποιήσουν την ποσοτική χαλάρωση ως μέσο πρόληψης της ύφεσης και του αποπληθωρισμού, με εξίσου ασαφή αποτελέσματα. Παρόλο που η πολιτική QE είναι αποτελεσματική στη μείωση των επιτοκίων και στην ενίσχυση των χρηματιστηριακών αγορών, ο ευρύτερος αντίκτυπός της στην οικονομία δεν είναι ξεκάθαρος.
Κίνδυνοι της Ποσοτικής Χαλάρωσης
Συχνά, οι επιπτώσεις της ποσοτικής χαλάρωσης φαίνεται να ωφελούν περισσότερο τους δανειολήπτες σε σχέση με τους αποταμιευτές, καθώς και τους επενδυτές σε σύγκριση με όσους δεν επενδύουν. Όπως επισημαίνει ο Stephen Williamson, πρώην οικονομολόγος της Federal Reserve Bank of St. Louis, η QE συνοδεύεται τόσο από πλεονεκτήματα όσο και από μειονεκτήματα, ανάλογα με την πλευρά που επηρεάζεται περισσότερο.
Πληθωρισμός
Η αύξηση της προσφοράς χρήματος σε μια οικονομία ενέχει τον κίνδυνο πληθωρισμού. Καθώς η ρευστότητα διοχετεύεται στο σύστημα, οι κεντρικές τράπεζες παραμένουν σε εγρήγορση, καθώς η χρονική καθυστέρηση μεταξύ της αύξησης της προσφοράς χρήματος και του αντίκτυπου στον πληθωρισμό συνήθως διαρκεί 12 έως 18 μήνες.
Μια στρατηγική ποσοτικής χαλάρωσης που αποτυγχάνει να επιτύχει την επιθυμητή οικονομική ανάπτυξη αλλά προκαλεί πληθωρισμό μπορεί να οδηγήσει σε στασιμοπληθωρισμό, μια κατάσταση όπου τόσο ο πληθωρισμός όσο και η ανεργία βρίσκονται σε υψηλά επίπεδα.
Περιορισμένος Δανεισμός
Παρόλο που αυξάνεται η ρευστότητα στις τράπεζες, μια κεντρική τράπεζα, όπως η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, δεν μπορεί να αναγκάσει τις τράπεζες να αυξήσουν τις δραστηριότητες δανεισμού, ούτε μπορεί να υποχρεώσει ιδιώτες και επιχειρήσεις να δανειστούν και να επενδύσουν. Αυτό μπορεί να οδηγήσει σε πιστωτική ασφυξία, όπου τα μετρητά συσσωρεύονται στις τράπεζες ή οι επιχειρήσεις κρατούν αποθεματικά λόγω αβεβαιότητας για το επιχειρηματικό περιβάλλον.
Υποτίμηση Νομίσματος
Η ποσοτική χαλάρωση μπορεί να οδηγήσει σε υποτίμηση του εγχώριου νομίσματος, καθώς αυξάνεται η προσφορά χρήματος. Ενώ ένα υποτιμημένο νόμισμα μπορεί να ωφελήσει τους εγχώριους παραγωγούς, κάνοντας τις εξαγωγές τους φθηνότερες στις παγκόσμιες αγορές, η πτώση της αξίας του νομίσματος καθιστά ακριβότερες τις εισαγωγές, αυξάνοντας το κόστος παραγωγής και τα επίπεδα τιμών για τους καταναλωτές.
Παραδείγματα Ποσοτικής Χαλάρωσης στην Πράξη
Ηνωμένες Πολιτείες
Για να αντιμετωπίσει τη Μεγάλη Ύφεση, η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ (Federal Reserve) εφάρμοσε ένα πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης από το 2009 έως το 2014. Ο ισολογισμός της Federal Reserve αυξήθηκε μέσω αγορών ομολόγων, στεγαστικών δανείων και άλλων περιουσιακών στοιχείων. Μέχρι το 2017, τα αποθεματικά των αμερικανικών τραπεζών είχαν αυξηθεί σε πάνω από 4 τρισεκατομμύρια δολάρια, παρέχοντας τη ρευστότητα για δανεισμό και ενίσχυση της συνολικής οικονομικής ανάπτυξης. Ωστόσο, οι τράπεζες διατήρησαν 2,8 τρισεκατομμύρια δολάρια σε υπερβάλλοντα αποθεματικά, ένα απρόβλεπτο(;) αποτέλεσμα του προγράμματος QE της Federal Reserve.
Το 2020, η Federal Reserve ανακοίνωσε ένα σχέδιο αγοράς περιουσιακών στοιχείων ύψους 700 δισεκατομμυρίων δολαρίων ως μέτρο έκτακτης ανάγκης ποσοτικής χαλάρωσης, μετά την οικονομική και χρηματιστηριακή αναταραχή που προκλήθηκε από το lockdown λόγω της πανδημίας COVID-19.
Το 2022, η Federal Reserve προχώρησε σε μια δραματική αλλαγή νομισματικής πολιτικής, με σημαντικές αυξήσεις επιτοκίων και μείωση των περιουσιακών στοιχείων της, σε μια προσπάθεια να αντιμετωπίσει τον επίμονο πληθωρισμό που είχε εμφανιστεί από το 2021.
Ευρωπαϊκή Ένωση
Στην Ευρωπαϊκή Ένωση, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) εφάρμοσε ευρέως προγράμματα ποσοτικής χαλάρωσης για την ενίσχυση της οικονομίας της ευρωζώνης μετά την κρίση χρέους του 2010 και την ύφεση που ακολούθησε. Μεταξύ 2015 και 2018, η ΕΚΤ αγόρασε κρατικά ομόλογα και άλλα περιουσιακά στοιχεία, με συνολικές αγορές που ξεπέρασαν τα 2,6 τρισεκατομμύρια ευρώ.
Κατά τη διάρκεια της πανδημίας COVID-19, η ΕΚΤ εισήγαγε το Έκτακτο Πρόγραμμα Αγορών λόγω Πανδημίας (PEPP), ύψους 1,85 τρισεκατομμυρίων ευρώ, για να στηρίξει την οικονομική δραστηριότητα και να διασφαλίσει ευνοϊκές συνθήκες χρηματοδότησης για τις χώρες της ευρωζώνης. Όμως, από το 2022, η ΕΚΤ άρχισε να περιορίζει την ποσοτική χαλάρωση, αυξάνοντας τα επιτόκια και αναθεωρώντας τη νομισματική της πολιτική, ώστε να αντιμετωπίσει τον αυξανόμενο πληθωρισμό.
Ελβετία
Η Κεντρική Τράπεζα της Ελβετίας (Swiss National Bank - SNB) εφάρμοσε επίσης στρατηγικές ποσοτικής χαλάρωσης μετά την οικονομική κρίση του 2008. Η SNB απέκτησε περιουσιακά στοιχεία που ξεπέρασαν την ετήσια οικονομική παραγωγή της χώρας. Αν και υπήρξε οικονομική ανάπτυξη, δεν είναι σαφές πόσο από την ανάκαμψη μπορεί να αποδοθεί άμεσα στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της SNB.
Ηνωμένο Βασίλειο
Τον Αύγουστο του 2016, η Τράπεζα της Αγγλίας (Bank of England - BoE) εισήγαγε ένα πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης για να αντιμετωπίσει τις πιθανές οικονομικές επιπτώσεις του Brexit. Το πρόγραμμα περιλάμβανε αγορές κρατικών ομολόγων αξίας 60 δισεκατομμυρίων λιρών και εταιρικού χρέους 10 δισεκατομμυρίων λιρών, με στόχο να αποτραπεί η αύξηση των επιτοκίων και να ενισχυθούν οι επιχειρηματικές επενδύσεις και η απασχόληση.
Μέχρι τον Ιούνιο του 2018, η Στατιστική Υπηρεσία του Ηνωμένου Βασιλείου ανέφερε ότι ο ακαθάριστος σχηματισμός πάγιου κεφαλαίου αυξανόταν με σύνθετο μέσο τριμηνιαίο ρυθμό 0,2% κατά την προηγούμενη δεκαετία, αλλά 0,8% αν εξαιρεθεί η οικονομική ύφεση, συγκριτικά με το 0,6% της δεκαετίας πριν από την ύφεση.
Οι οικονομολόγοι στο Ηνωμένο Βασίλειο δεν μπόρεσαν να προσδιορίσουν αν η ανάπτυξη θα είχε επιτευχθεί χωρίς το συγκεκριμένο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης.
Ιαπωνία
Μετά την Ασιατική Χρηματοπιστωτική Κρίση του 1997, η Ιαπωνία βυθίστηκε σε οικονομική ύφεση. Η Τράπεζα της Ιαπωνίας (Bank of Japan) ξεκίνησε ένα επιθετικό πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης για να περιορίσει τον αποπληθωρισμό και να τονώσει την οικονομία, επεκτείνοντας τις αγορές της από ιαπωνικά κρατικά ομόλογα σε ιδιωτικό χρέος και μετοχές. Η επίδραση της ποσοτικής χαλάρωσης ήταν προσωρινή, καθώς το ιαπωνικό ΑΕΠ αυξήθηκε από 4,1 τρισεκατομμύρια δολάρια το 1998 σε 6,27 τρισεκατομμύρια το 2012, αλλά υποχώρησε ξανά στα 4,44 τρισεκατομμύρια μέχρι το 2015.
Είναι η Ποσοτική Χαλάρωση Ισοδύναμη με Τύπωμα Χρήματος;
Οι επικριτές υποστηρίζουν ότι η ποσοτική χαλάρωση είναι ουσιαστικά μια μορφή τυπώματος χρήματος, επικαλούμενοι παραδείγματα από την ιστορία όπου το τύπωμα χρήματος οδήγησε σε υπερπληθωρισμό. Ωστόσο, οι υποστηρικτές της ποσοτικής χαλάρωσης επισημαίνουν ότι οι τράπεζες λειτουργούν ως ενδιάμεσοι και όχι ως άμεσοι διανομείς μετρητών σε ιδιώτες και επιχειρήσεις, γεγονός που μειώνει τον κίνδυνο ανεξέλεγκτου πληθωρισμού.
Πώς Αυξάνει η Ποσοτική Χαλάρωση τον Τραπεζικό Δανεισμό;
Η ποσοτική χαλάρωση αντικαθιστά ομόλογα στο τραπεζικό σύστημα με μετρητά, αυξάνοντας την προσφορά χρήματος και διευκολύνοντας την απελευθέρωση κεφαλαίων από τις τράπεζες. Αυτό επιτρέπει στις τράπεζες να εκδίδουν περισσότερα δάνεια και να αγοράζουν άλλα περιουσιακά στοιχεία, ενισχύοντας έτσι τη ροή χρήματος στην οικονομία.
Συμπέρασμα
Η ποσοτική χαλάρωση είναι μια μορφή νομισματικής πολιτικής κατά την οποία μια κεντρική τράπεζα, όπως η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα ή η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ, αγοράζει χρηματοοικονομικούς τίτλους μέσω πράξεων ανοικτής αγοράς για να αυξήσει την προσφορά χρήματος και να ενθαρρύνει τον τραπεζικό δανεισμό και τις επενδύσεις. Οι πολιτικές ποσοτικής χαλάρωσης εφαρμόζονται σε παγκόσμιο επίπεδο, αλλά η αποτελεσματικότητά τους στην οικονομία κάθε χώρας αποτελεί συχνά αντικείμενο διαφωνιών.